- ἐξαντλήσεως
- ἐξαντλήσεω̆ς , ἐξάντλησιςdouchefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιστοθεραπεία — η θεραπευτική μέθοδος που συνίσταται στην εμφύτευση ή ένεση φυτικών ή ανθρώπινων ιστών ή τού οπού τους σε άτομα με νόσους φθοράς ή καταστάσεις εξαντλήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ.… … Dictionary of Greek
προσάγχω — Μ καταλαμβάνομαι από άγχος λόγω εξαντλήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἄγχω, ομαι «πνίγομαι»] … Dictionary of Greek
ρέβω — και ρεύω Ν 1. γίνομαι ερείπιο, καταρρέω («έρεψε το σπίτι») 2. μτφ. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι («έχει ρέψει από την πολλή δουλειά») 3. μτφ. καταπονώ, εξαντλώ κάποιον («τον έχει ρέψει η φτώχεια») 4. φρ. «το έρεψε στο ξύλο» το έδειρε μέχρι… … Dictionary of Greek